- ηπιόθυμος
- ἠπιόθυμος, -ον (Α)ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύ-θυμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠπιόθυμος — ἠπιόθῡμος , ἠπιόθυμος gentle of mood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
ἠπιόθυμε — ἠπιόθῡμε , ἠπιόθυμος gentle of mood masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιόθυμοι — ἠπιόθῡμοι , ἠπιόθυμος gentle of mood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)